- δημηγορικα
- δημηγορικάτά публичные речи Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημηγορικά — δημηγορικός suited to public speaking neut nom/voc/acc pl δημηγορικά̱ , δημηγορικός suited to public speaking fem nom/voc/acc dual δημηγορικά̱ , δημηγορικός suited to public speaking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορικάς — δημηγορικά̱ς , δημηγορικός suited to public speaking fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό … Dictionary of Greek